δημεύσιμος

δημεύσιμος
el konacak, müsadere edilebilir

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δημεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να δημευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • δημεύσιμος — η, ο αυτός που είτε υπόκειται σε δήμευση είτε μπορεί να δημευτεί: Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, η περιουσία του είναι δημεύσιμη εξολοκλήρου, σε περίπτωση αθέτησής τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”